en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)
  • Interpretations

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)

σωμα - τετρ

  • σῶμα
  • σῶμαι
  • σωμάλοιφος
  • σωμάριστρον
  • σωμασκέω
  • σωμασκητής
  • σωμασκία
  • σωμασκίας
  • σωματεῖον
  • σωματεκμαγεῖον
  • σωματεμπορέω
  • σωματέμπορος
  • σωματηγέω
  • σωματηγός
  • σωματίδιον
  • σωματίζω
  • σωματικός
  • σωμάτινος
  • σωμάτιον
  • σωματισμός
  • σωματοβλάβεια
  • σωματοειδής
  • σωματοθήκη
  • σωματοθήκιον
  • σωματομαχέω
  • σωματοπλαστέω
  • σωματοπλαστικός
  • σωματοποιέω
  • σωματοποίησις
  • σωματοποιία
  • σωματοποιός
  • σωματότης
  • σωματοτροφεῖον
  • σωματουργέω
  • σωματουργία
  • σωματουργικός
  • σωματουργός
  • σωματοφθορέω
  • σωματοφόρβος
  • σωματοφόρος
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13
  • 14
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  • 19
  • 20
  • 21
  • 22
  • 23
  • 24
  • 25
  • 26
  • 27
  • 28
  • 29
  • 30
  • 31
  • 32
  • 33
  • 34
  • 35
  • 36
  • 37
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.